- χαλκόκρατος
- χαλκό-κρᾱτος, ον,A mixed with copper, Polyaen.4.10.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκόκρατος — ον, Α χαλκόκρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κρατος (< θ. κρα τού κεράννυμι* «αναμιγνύω»), πρβλ. ἄ κρατος, εὔ κρατος] … Dictionary of Greek
χαλκόκρατον — χαλκόκρατος mixed with copper masc/fem acc sg χαλκόκρατος mixed with copper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοκράτου — χαλκόκρατος mixed with copper masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοκράτῳ — χαλκόκρατος mixed with copper masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek